σχάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχάση | οι | σχάσεις |
γενική | της | σχάσης* | των | σχάσεων |
αιτιατική | τη | σχάση | τις | σχάσεις |
κλητική | σχάση | σχάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχάση < (ελληνιστική κοινή) σχάσις <σχάζω / σχάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχάση θηλυκό
- η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ενός στοιχείου από την οποία προκύπτουν δύο πυρήνες ελαφρότερων στοιχείων με την ταυτόχρονη απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας ενέργειας και ακτινοβολίας (ραδιενέργειας)