σχάση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχάση | οι | σχάσεις |
γενική | της | σχάσης* | των | σχάσεων |
αιτιατική | τη | σχάση | τις | σχάσεις |
κλητική | σχάση | σχάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχάση < ελληνιστική κοινή σχάσις < αρχαία ελληνική σχάζω / σχάω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική fission[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχάση θηλυκό
- (φυσική) η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ενός στοιχείου από την οποία προκύπτουν δύο πυρήνες ελαφρότερων στοιχείων με την ταυτόχρονη απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας ενέργειας και ακτινοβολίας (ραδιενέργειας)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σχάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σχάση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)