Δείτε επίσης: σκάση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχάση οι σχάσεις
      γενική της σχάσης* των σχάσεων
    αιτιατική τη σχάση τις σχάσεις
     κλητική σχάση σχάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχάση < ελληνιστική κοινή σχάσις < αρχαία ελληνική σχάζω / σχάω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική fission[1] [2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχάση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σχάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σχάσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)