fission
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fission (en)
- η σχάση, η διαίρεση ενός πράγματος στα δύο
- (φυσική) η σχάση, η διάσπαση του ατόμου
- (βιολογία) η κυτταρική διαίρεση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fission < αγγλική
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fission | fissions |
fission (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη fendre