Ουσιαστικό

επεξεργασία

fission (en)

  1. η σχάση, η διαίρεση ενός πράγματος στα δύο
  2. (φυσική) η σχάση, η διάσπαση του ατόμου
  3. (βιολογία) η κυτταρική διαίρεση



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fission < αγγλική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fission fissions

fission (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fendre

Δείτε επίσης

επεξεργασία