σχάσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σχάσῐς | αἱ | σχάσεις | ||||
γενική | τῆς | σχάσεως | τῶν | σχάσεων | ||||
δοτική | τῇ | σχάσει | ταῖς | σχάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σχάσῐν | τὰς | σχάσεις | ||||
κλητική ὦ! | σχάσῐ | σχάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σχασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχάσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σχά(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχάσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σχάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.