σχάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασχάζω
- ανοίγω κάτι σε δύο κομμάτια, σχίζω στα δύο
- (για πλοία) ακολουθώ διαφορετική πορεί από αυτή που είχα μέχρι τώρα
- το πλοίο σχάζει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχάζω
|