χολοσκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχολοσκάζω
- έχω στενοχώρια για κάτι, πάνω να σκάσω
- Αμ δε που θα χολοσκάσω για δαύτους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χολοσκάζω | χολόσκαζα | θα χολοσκάζω | να χολοσκάζω | χολοσκάζοντας | |
β' ενικ. | χολοσκάζεις | χολόσκαζες | θα χολοσκάζεις | να χολοσκάζεις | χολόσκαζε | |
γ' ενικ. | χολοσκάζει | χολόσκαζε | θα χολοσκάζει | να χολοσκάζει | ||
α' πληθ. | χολοσκάζουμε | χολοσκάζαμε | θα χολοσκάζουμε | να χολοσκάζουμε | ||
β' πληθ. | χολοσκάζετε | χολοσκάζατε | θα χολοσκάζετε | να χολοσκάζετε | χολοσκάζετε | |
γ' πληθ. | χολοσκάζουν(ε) | χολόσκαζαν χολοσκάζαν(ε) |
θα χολοσκάζουν(ε) | να χολοσκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χολόσκασα | θα χολοσκάσω | να χολοσκάσω | χολοσκάσει | ||
β' ενικ. | χολόσκασες | θα χολοσκάσεις | να χολοσκάσεις | χολόσκασε | ||
γ' ενικ. | χολόσκασε | θα χολοσκάσει | να χολοσκάσει | |||
α' πληθ. | χολοσκάσαμε | θα χολοσκάσουμε | να χολοσκάσουμε | |||
β' πληθ. | χολοσκάσατε | θα χολοσκάσετε | να χολοσκάσετε | χολοσκάστε | ||
γ' πληθ. | χολόσκασαν χολοσκάσαν(ε) |
θα χολοσκάσουν(ε) | να χολοσκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χολοσκάσει | είχα χολοσκάσει | θα έχω χολοσκάσει | να έχω χολοσκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χολοσκάσει | είχες χολοσκάσει | θα έχεις χολοσκάσει | να έχεις χολοσκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χολοσκάσει | είχε χολοσκάσει | θα έχει χολοσκάσει | να έχει χολοσκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χολοσκάσει | είχαμε χολοσκάσει | θα έχουμε χολοσκάσει | να έχουμε χολοσκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χολοσκάσει | είχατε χολοσκάσει | θα έχετε χολοσκάσει | να έχετε χολοσκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χολοσκάσει | είχαν χολοσκάσει | θα έχουν χολοσκάσει | να έχουν χολοσκάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χολοσκάζω
|