Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χολοσκάζω < χολή και σκάζω

  Ρήμα επεξεργασία

χολοσκάζω

  • έχω στενοχώρια για κάτι, πάνω να σκάσω
Αμ δε που θα χολοσκάσω για δαύτους

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία