Ετυμολογία

επεξεργασία
χολοσκάζω < χολή και σκάζω

χολοσκάζω

  • έχω στενοχώρια για κάτι, πάνω να σκάσω
Αμ δε που θα χολοσκάσω για δαύτους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία