χολοσκάνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
χολοσκάνω
- στενοχωριέμαι για κάτι, έχω ντέρτι, καημό μεγάλο
- Δεν χολοσκάνουνε για τον κοσμάκη αυτοί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χολοσκάνω
|
χολοσκάνω
|