Δείτε επίσης: σκασμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαστός η σκαστή το σκαστό
      γενική του σκαστού της σκαστής του σκαστού
    αιτιατική τον σκαστό τη σκαστή το σκαστό
     κλητική σκαστέ σκαστή σκαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαστοί οι σκαστές τα σκαστά
      γενική των σκαστών των σκαστών των σκαστών
    αιτιατική τους σκαστούς τις σκαστές τα σκαστά
     κλητική σκαστοί σκαστές σκαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαστός < σκάω + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skaˈstos/

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαστός, -ή, -ό

  1. που το έχει σκάσει, έχει φύγει (κρυφά) από κει που θα έπρεπε (υποχρεωτικά) να είναι
  2. (μεταφορικά) που παράγει κάποιον ήχο, σαν να σκάει κάτι
     συνώνυμα: ηχηρός
    Επιπλέον, υπάρχουν διάφορα είδη φιλιού, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή σημασία και λειτουργία. (…) Υπάρχουν φιλιά με ή χωρίς γλώσσα, ηχηρά ή σιωπηλά, ρουφηχτά ή πιπιλιστά, παρατεταμένα ή σκαστά, υγρά ή ξηρά. (*)
  3. (προφορικό) για λεφτά που πληρώνονται άμεσα και τοις μετρητοίς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία