σκαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκαστός | η | σκαστή | το | σκαστό |
γενική | του | σκαστού | της | σκαστής | του | σκαστού |
αιτιατική | τον | σκαστό | τη | σκαστή | το | σκαστό |
κλητική | σκαστέ | σκαστή | σκαστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκαστοί | οι | σκαστές | τα | σκαστά |
γενική | των | σκαστών | των | σκαστών | των | σκαστών |
αιτιατική | τους | σκαστούς | τις | σκαστές | τα | σκαστά |
κλητική | σκαστοί | σκαστές | σκαστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκαστός, -ή, -ό
- που το έχει σκάσει, έχει φύγει (κρυφά) από κει που θα έπρεπε (υποχρεωτικά) να είναι
- (μεταφορικά) που παράγει κάποιον ήχο, σαν να σκάει κάτι
- (προφορικό) για λεφτά που πληρώνονται άμεσα και τοις μετρητοίς