Δείτε επίσης: σαλάγισμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελάγισμα τα σελαγίσματα
      γενική του σελαγίσματος των σελαγισμάτων
    αιτιατική το σελάγισμα τα σελαγίσματα
     κλητική σελάγισμα σελαγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελάγισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα