λάμψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λάμψῐς | αἱ | λάμψεις |
γενική | τῆς | λάμψεως | τῶν | λάμψεων |
δοτική | τῇ | λάμψει | ταῖς | λάμψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λάμψῐν | τὰς | λάμψεις |
κλητική ὦ! | λάμψῐ | λάμψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάμψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαμψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάμψις < λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lap- (λάμπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάμψις θηλυκό