Ετυμολογία

επεξεργασία
περίλαμπρα < περίλαμπρ(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈɾi.lam.bɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐λα‐μπρα

  Επίρρημα

επεξεργασία

περίλαμπρα

  1. πολύ λαμπρά, υπέρλαμπρα
  2. ένδοξα, περίφημα
  3. ολοφάνερα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

περίλαμπρα