περίλαμπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίλαμπρος < ελληνιστική κοινή περίλαμπρος < περί- + λαμπρός
Επίθετο
επεξεργασίαπερίλαμπρος
- (επιτατικό επίθετο) ιδιαίτερα λαμπρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίλαμπρος
περίλαμπρος