Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρλαμπρος η υπέρλαμπρη το υπέρλαμπρο
      γενική του υπέρλαμπρου της υπέρλαμπρης του υπέρλαμπρου
    αιτιατική τον υπέρλαμπρο την υπέρλαμπρη το υπέρλαμπρο
     κλητική υπέρλαμπρε υπέρλαμπρη υπέρλαμπρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρλαμπροι οι υπέρλαμπρες τα υπέρλαμπρα
      γενική των υπέρλαμπρων των υπέρλαμπρων των υπέρλαμπρων
    αιτιατική τους υπέρλαμπρους τις υπέρλαμπρες τα υπέρλαμπρα
     κλητική υπέρλαμπροι υπέρλαμπρες υπέρλαμπρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέρλαμπρος < υπέρ- + λαμπρός

  Επίθετο επεξεργασία

υπέρλαμπρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία