Δείτε επίσης: ἐλπιδοφόρος, Ελπιδοφόρος, Ἐλπιδηφόρος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελπιδοφόρος η ελπιδοφόρα το ελπιδοφόρο
      γενική του ελπιδοφόρου της ελπιδοφόρας του ελπιδοφόρου
    αιτιατική τον ελπιδοφόρο την ελπιδοφόρα το ελπιδοφόρο
     κλητική ελπιδοφόρε ελπιδοφόρα ελπιδοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελπιδοφόροι οι ελπιδοφόρες τα ελπιδοφόρα
      γενική των ελπιδοφόρων των ελπιδοφόρων των ελπιδοφόρων
    αιτιατική τους ελπιδοφόρους τις ελπιδοφόρες τα ελπιδοφόρα
     κλητική ελπιδοφόροι ελπιδοφόρες ελπιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /el.pi.ðoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελπιδοφόρος

ελπιδοφόρος, -α, -ο

  • που φέρνει, που γεννά ελπίδες
      ελπιδοφόρα προοπτική

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία