prometteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- prometteur < promettre
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prometteur | prometteurs |
θηλυκό | prometteuse | prometteuses |
prometteur (fr)
- (σπάνιο) αυτός που κάνει εύκολα υποσχέσεις, χωρίς να τις τηρεί
- ελπιδοφόρος, φέρελπις
- υποσχόμενος