↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποσχόμενος η υποσχόμενη το υποσχόμενο
      γενική του υποσχόμενου της υποσχόμενης του υποσχόμενου
    αιτιατική τον υποσχόμενο την υποσχόμενη το υποσχόμενο
     κλητική υποσχόμενε υποσχόμενη υποσχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποσχόμενοι οι υποσχόμενες τα υποσχόμενα
      γενική των υποσχόμενων των υποσχόμενων των υποσχόμενων
    αιτιατική τους υποσχόμενους τις υποσχόμενες τα υποσχόμενα
     κλητική υποσχόμενοι υποσχόμενες υποσχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποσχόμενος: μετοχή ενεστώτα του ρήματος υπόσχομαι

υποσχόμενος, -η, -ο

  1. που υπόσχεται
  2. που γεννά ελπίδες ότι θα πετύχει κάτι καλό
    ένας πολλά υποσχόμενος νέος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία