Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποσχόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποσχόμεν
ος
η
υποσχόμεν
η
το
υποσχόμεν
ο
γενική
του
υποσχόμεν
ου
της
υποσχόμεν
ης
του
υποσχόμεν
ου
αιτιατική
τον
υποσχόμεν
ο
την
υποσχόμεν
η
το
υποσχόμεν
ο
κλητική
υποσχόμεν
ε
υποσχόμεν
η
υποσχόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποσχόμεν
οι
οι
υποσχόμεν
ες
τα
υποσχόμεν
α
γενική
των
υποσχόμεν
ων
των
υποσχόμεν
ων
των
υποσχόμεν
ων
αιτιατική
τους
υποσχόμεν
ους
τις
υποσχόμεν
ες
τα
υποσχόμεν
α
κλητική
υποσχόμεν
οι
υποσχόμεν
ες
υποσχόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποσχόμενος
: μετοχή ενεστώτα του ρήματος
υπόσχομαι
Μετοχή
επεξεργασία
υποσχόμενος, -η, -ο
που
υπόσχεται
που γεννά
ελπίδες
ότι θα πετύχει κάτι καλό
ένας πολλά
υποσχόμενος
νέος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποσχόμενος
αγγλικά
:
promising
(en)
γαλλικά
:
prometteur
(fr)