ἐλπιδοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐλπιδοφόρος | τὸ | ἐλπιδοφόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐλπιδοφόρου | τοῦ | ἐλπιδοφόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐλπιδοφόρῳ | τῷ | ἐλπιδοφόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐλπιδοφόρον | τὸ | ἐλπιδοφόρον | ||
κλητική ὦ! | ἐλπιδοφόρε | ἐλπιδοφόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐλπιδοφόροι | τὰ | ἐλπιδοφόρᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐλπιδοφόρων | τῶν | ἐλπιδοφόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐλπιδοφόροις | τοῖς | ἐλπιδοφόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐλπιδοφόρους | τὰ | ἐλπιδοφόρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐλπιδοφόροι | ἐλπιδοφόρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλπιδοφόρω | τὼ | ἐλπιδοφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλπιδοφόροιν | τοῖν | ἐλπιδοφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐλπιδοφόρος (ελληνιστική κοινή) < ἐλπίς + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίαἐλπιδοφόρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- ελπιδοφόρος
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος, In Psalmum 75, @catholiclibrary.org
- Εὐχὴ νεκροὺς ἀνεγείρει, δαίμονας φυγαδεύει, νόσους ἰᾶται, θανάτους ἐκλύει. Ὢ εὐχὴ, ζωῆς χορηγὴ, ὑγιείας ἐνθήκη, ἐλπιδοφόρον ἄνθος. Εὔξασθε οὖν καὶ ὑμεῖς, ἀγαπητοὶ, καὶ ἀποδῶτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος, In Psalmum 75, @catholiclibrary.org
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐλπιδοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.