Ἐλπιδοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἐλπιδοφόρος < ἐλπιδοφόρος (που φέρνει, που εμπνέει ελπίδες)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘλπιδοφόρος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press