• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Ελπιδοφόρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ελπιδοφόρος, ἐλπιδοφόρος, Ἐλπιδοφόρος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Μεταγραφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ελπιδοφόρος < Ἐλπιδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλπιδοφόρος (που φέρνει, που εμπνέει ελπίδες) → δείτε και τη λέξη ελπιδοφόρος

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ελπιδοφόρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ελπιδοφόρου)

Μεταγραφές

επεξεργασία
  • λατινικοί χαρακτήρες:  Elpidoforos

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Ελπιδοφόρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Ελπιδοφόρος&oldid=6926206"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Αυγούστου 2024, στις 15:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Αυγούστου 2024, στις 15:34.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας