Δείτε επίσης: ελπιδοφόρος, ἐλπιδοφόρος, Ἐλπιδοφόρος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ελπιδοφόρος < Ἐλπιδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλπιδοφόρος (που φέρνει, που εμπνέει ελπίδες) → δείτε και τη λέξη ελπιδοφόρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ελπιδοφόρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ελπιδοφόρου)

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία