εύελπις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εύελπις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔελπις (γεμάτος ελπίδα) < εὖ + ἐλπίς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.vel.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐ελ‐πις
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | εύελπις | το | εύελπι | ||
γενική | του/της | ευέλπιδος | του | ευέλπιδος | ||
αιτιατική | τον/την | εύελπι(ν) | το | εύελπι | ||
κλητική | εύελπι | εύελπι | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ευέλπιδες | τα | ευέλπιδα | ||
γενική | των | ευελπίδων (ευέλπιδων*) |
των | ευελπίδων (ευέλπιδων*) | ||
αιτιατική | τους/τις | ευέλπιδες | τα | ευέλπιδα | ||
κλητική | ευέλπιδες | ευέλπιδα | ||||
Αρχαιόκλιτο. * Τύπος γενικής πληθυντικού '-ιδων, όπως στη δημοτική. | ||||||
Κατηγορία όπως «εύελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
εύελπις, -ις, -ι [1]
- (αρχαιοπρεπές, όπως στα αρχαία ελληνικά) φέρελπις, που έχουμε μεγάλες προσδοκίες γι' αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία με ελπίδες για το μέλλον του
|
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εύελπις | οι | ευέλπιδες |
γενική | του | ευέλπιδος & εύελπη** |
των | ευελπίδων (ευέλπιδων*) |
αιτιατική | τον | εύελπι(ν) | τους | ευέλπιδες |
κλητική | εύελπι | ευέλπιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. ** Στη δημοτική. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εύελπις αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο σπουδαστής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)