Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ΣΣΕ < Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Σ.Σ.Ε. θηλυκό αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ΣΣΕ < Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΣΣΕ θηλυκό αρκτικόλεξο

  • γραπτή σύμβαση η οποία διαπραγματεύεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων τους όρους εργασίας για μια εταιρεία ή έναν επαγγελματικό κλάδο
    ※ Υπεγράφη η νέα τριετής κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μεταξύ της ΟΤΟΕ και των εκπροσώπων των τραπεζών, που οδηγεί τον Δεκέμβριο του 2024 σε σωρευτικές αυξήσεις της τάξης του 5,5%. Οι δύο πλευρές έπειτα από 3 μήνες διαπραγματεύσεων κατέληξαν σε συμφωνία που οδηγεί τον εισαγωγικό μισθό, στην ωρίμανσή του, στα 1.020 ευρώ. Οπως επισημαίνει η ΟΤΟΕ, με τη νέα ΣΣΕ ισχυροποιείται σημαντικά η ρήτρα προστασίας για την απασχόληση, καθώς υπάρχει ρητή αναφορά με την οποία επιβεβαιώνεται η βούληση των δύο μερών να προστατεύσουν την απασχόληση στον κλάδο.
    Ρούλα Σαλούρου, Υπεγράφη η τριετής κλαδική σύμβαση εργασίας στις τράπεζες, Η Καθημερινή, 5 Απριλίου 2022

Δείτε επίσης επεξεργασία