εὔελπις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
εὐελπῐδ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔελπῐς | τὸ | εὔελπῐ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐέλπῐδος | τοῦ | εὐέλπῐδος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐέλπῐδῐ | τῷ | εὐέλπῐδῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔελπιν | τὸ | εὔελπῐ | ||
κλητική ὦ! | εὔελπῐς ή εὔελπῐ* |
εὔελπῐ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐέλπῐδες | τὰ | εὐέλπῐδᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐελπῐ́δων | τῶν | εὐελπῐ́δων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὔελπῐσῐ(ν) | τοῖς | εὔελπῐσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐέλπῐδᾰς | τὰ | εὐέλπῐδᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὐέλπῐδες | εὐέλπιδᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐέλπῐδε | τὼ | εὐέλπῐδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐελπῐ́δοιν | τοῖν | εὐελπῐ́δοιν | ||
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔελπις, -ις, -ι
- που έχει καλές ελπίδες σχετικά με κάτι
- που ελπίζει κι έχει θάρρος, αισιόδοξος
Πηγές
επεξεργασία- εὔελπις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔελπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.