Δείτε επίσης: εύελπις
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
εὐελπῐδ-
ονομαστική / εὔελπῐς τὸ εὔελπῐ
      γενική τοῦ/τῆς εὐέλπῐδος τοῦ εὐέλπῐδος
      δοτική τῷ/τῇ εὐέλπῐδ τῷ εὐέλπῐδ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔελπιν τὸ εὔελπῐ
     κλητική ! εὔελπῐς 
ή εὔελπῐ*
εὔελπῐ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐέλπῐδες τὰ εὐέλπῐδ
      γενική τῶν εὐελπῐ́δων τῶν εὐελπῐ́δων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὔελπῐσῐ(ν) τοῖς εὔελπῐσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐέλπῐδᾰς τὰ εὐέλπῐδ
     κλητική ! εὐέλπῐδες εὐέλπιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐέλπῐδε τὼ εὐέλπῐδε
      γεν-δοτ τοῖν εὐελπῐ́δοιν τοῖν εὐελπῐ́δοιν
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔελπις < (εὖ) εὔ- + ἐλπίς

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔελπις, -ις, -ι

  1. που έχει καλές ελπίδες σχετικά με κάτι
  2. που ελπίζει κι έχει θάρρος, αισιόδοξος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἱππίας ἐλάσσωνw, 364a
    οὕτως εὔελπις ὤν περὶ τῆς ψυχῆς
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 10
    μᾶλλον ἢ ἀπερισκέπτως εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι τοῖς ἐναντίοις