παραθετικά
θετικός hopeful
συγκριτικός more hopeful
υπερθετικός most hopeful

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hopeful < hope + -ful

  Επίθετο

επεξεργασία

hopeful (en)

  1. για άτομο που έχει ή εκφράζει ελπίδα για κάτι
    ⮡  I am very hopeful that…
    Έχω τη σταθερή ελπίδα ότι…
    ⮡  I am very hopeful about the future.
    Έχω μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.
    ⮡  I began to feel hopeful again.
    Άρχισα να ελπίζω πάλι.
  2. ελπιδοφόρος, για κάτι που φέρνει ελπίδα
    ⮡  The future seemed very hopeful.
    Το μέλλον φαίνονταν πολύ ελπιδοφόρο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία