hopeful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | hopeful |
συγκριτικός | more hopeful |
υπερθετικός | most hopeful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαhopeful (en)
- για άτομο που έχει ή εκφράζει ελπίδα για κάτι
- ⮡ I am very hopeful that…
- Έχω τη σταθερή ελπίδα ότι…
- ⮡ I am very hopeful about the future.
- Έχω μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.
- ⮡ I began to feel hopeful again.
- Άρχισα να ελπίζω πάλι.
- ⮡ I am very hopeful that…
- ελπιδοφόρος, για κάτι που φέρνει ελπίδα
- ⮡ The future seemed very hopeful.
- Το μέλλον φαίνονταν πολύ ελπιδοφόρο.
- ⮡ The future seemed very hopeful.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hopeful - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 282, 282-283. ISBN 9780194325684., λήμμα: ελπίδα, ελπιδοφόρος, ελπίζω