Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερεβώδης η ερεβώδης το ερεβώδες
      γενική του ερεβώδους της ερεβώδους του ερεβώδους
    αιτιατική τον ερεβώδη την ερεβώδη το ερεβώδες
     κλητική ερεβώδη(ς) ερεβώδης ερεβώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερεβώδεις οι ερεβώδεις τα ερεβώδη
      γενική των ερεβωδών των ερεβωδών των ερεβωδών
    αιτιατική τους ερεβώδεις τις ερεβώδεις τα ερεβώδη
     κλητική ερεβώδεις ερεβώδεις ερεβώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερεβώδης < ελληνιστική κοινή ἐρεβώδης < αρχαία ελληνική ἔρεβος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁régʷos (έρεβος, σκότος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾeˈvo.ðis/

  Επίθετο επεξεργασία

ερεβώδης, -ης, -ες

  1. (κυριολεκτικά) πολύ σκοτεινός (σαν το έρεβος)
    ※  Αλλ’ ήδη εις τα ερεβώδη / λουτρά βαθέα της δύσεως / του λαμπρού βασιλέων / των αέρων εβούτησεν / η εσχάτη ακτίνα. (Ανδρέας Κάλβος, Η Βρετανική Μούσα)
     συνώνυμα: κατασκότεινος
  2. (μεταφορικά) μοχθηρός, κακός, σκοτεινός
    ※  Διαφορετικά δεν θα είχε αποκαλυφθεί αυτή η ερεβώδης πλευρά του «δυτικού πολιτισμού». Η Ελλάδα διεκδικεί δυστυχώς σημαντικό μερίδιο από την παγκόσμια κληρονομιά των βασανιστηρίων. Βασανιστήρια δεν εφαρμόστηκαν μόνο στη σχετικά πρόσφατη δικτατορία των συνταγματαρχών, αλλά και πολύ παλαιότερα, ιδίως την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και αμέσως μετά. (εφ. Καθημερινή, 16/5/2004)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία