ἔρεβος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔρεβος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁régʷos (έρεβος, σκότος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔρεβος ουδέτερο
- πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον (Όμηρος, Οδύσσεια, μ'81)
- δυσπνόοις ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς (Σοφοκλής, Αντιγόνη)