↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέλπιδος η ανέλπιδη το ανέλπιδο
      γενική του ανέλπιδου της ανέλπιδης του ανέλπιδου
    αιτιατική τον ανέλπιδο την ανέλπιδη το ανέλπιδο
     κλητική ανέλπιδε ανέλπιδη ανέλπιδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέλπιδοι οι ανέλπιδες τα ανέλπιδα
      γενική των ανέλπιδων των ανέλπιδων των ανέλπιδων
    αιτιατική τους ανέλπιδους τις ανέλπιδες τα ανέλπιδα
     κλητική ανέλπιδοι ανέλπιδες ανέλπιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέλπιδος < α- στερητικό + ελπίδα

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέλπιδος

  1. χωρίς ελπίδα
  2. ανέλπιστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία