Δείτε επίσης: παρ' ἐλπίδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρ' ελπίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρ' ἐλπίδα < παρά & ἐλπίδα, αιτιατική ενικού του ἐλπίς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /par‿elˈpiða/

  Έκφραση

επεξεργασία

παρ' ελπίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «ελπίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)