προγνωστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγνωστικό < ελληνιστική κοινή προγνωστικόν < αρχαία ελληνική προγνωστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογνωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγνωστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρογνωστικό
- αιτιατική ενικού του προγνωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προγνωστικός