Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέλπιστα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανέλπιστα

  • κατά ανέλπιστο τρόπο, χωρίς να το περιμένει κανείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία