Δείτε επίσης: ἀπελπίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
απελπίζω < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἀπελπίζω[1] < ἀπό + ἐλπίζω (απ- + ελπίζω)

απελπίζω , πρτ.: απέλπιζα, στ.μέλλ.: θα απελπίσω, αόρ.: απέλπισα, παθ.φωνή: απελπίζομαι/απελπιέμαι[2], π.αόρ.: απελπίστηκα, μτχ.π.π.: απελπισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή:  δείτε και το σπανιότερο απελπιέμαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. απελπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. απελπιέμαι  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)