απελπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pelˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πελ‐πί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααπελπίζω , πρτ.: απέλπιζα, στ.μέλλ.: θα απελπίσω, αόρ.: απέλπισα, παθ.φωνή: απελπίζομαι/απελπιέμαι[2], π.αόρ.: απελπίστηκα, μτχ.π.π.: απελπισμένος
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον απελπισία, του στερώ την ελπίδα ή τον απογοητεύω ολοκληρωτικά
- ※ Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Συγγενικά
επεξεργασία- απέλπιδα (επίρρημα)
- απελπισία, απελπισιά
- άπελπις, απέλπιδος, απέλπιστος
- απελπισιάρης
- απελπισιάρικος
- απελιπισμένα (επίρρημα)
- απελπισμένος
- απελιπιστικά, απελπιστικώς (επίρρημα)
- απελπιστικός
→ και δείτε τη λέξη ελπίδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελπίζω | απέλπιζα | θα απελπίζω | να απελπίζω | απελπίζοντας | |
β' ενικ. | απελπίζεις | απέλπιζες | θα απελπίζεις | να απελπίζεις | απέλπιζε | |
γ' ενικ. | απελπίζει | απέλπιζε | θα απελπίζει | να απελπίζει | ||
α' πληθ. | απελπίζουμε | απελπίζαμε | θα απελπίζουμε | να απελπίζουμε | ||
β' πληθ. | απελπίζετε | απελπίζατε | θα απελπίζετε | να απελπίζετε | απελπίζετε | |
γ' πληθ. | απελπίζουν(ε) | απέλπιζαν απελπίζαν(ε) |
θα απελπίζουν(ε) | να απελπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέλπισα | θα απελπίσω | να απελπίσω | απελπίσει | ||
β' ενικ. | απέλπισες | θα απελπίσεις | να απελπίσεις | απέλπισε | ||
γ' ενικ. | απέλπισε | θα απελπίσει | να απελπίσει | |||
α' πληθ. | απελπίσαμε | θα απελπίσουμε | να απελπίσουμε | |||
β' πληθ. | απελπίσατε | θα απελπίσετε | να απελπίσετε | απελπίστε | ||
γ' πληθ. | απέλπισαν απελπίσαν(ε) |
θα απελπίσουν(ε) | να απελπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απελπίσει | είχα απελπίσει | θα έχω απελπίσει | να έχω απελπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απελπίσει | είχες απελπίσει | θα έχεις απελπίσει | να έχεις απελπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απελπίσει | είχε απελπίσει | θα έχει απελπίσει | να έχει απελπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απελπίσει | είχαμε απελπίσει | θα έχουμε απελπίσει | να έχουμε απελπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απελπίσει | είχατε απελπίσει | θα έχετε απελπίσει | να έχετε απελπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απελπίσει | είχαν απελπίσει | θα έχουν απελπίσει | να έχουν απελπίσει |
|
Παθητική φωνή: → δείτε και το σπανιότερο απελπιέμαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελπίζομαι | απελπιζόμουν(α) | θα απελπίζομαι | να απελπίζομαι | ||
β' ενικ. | απελπίζεσαι | απελπιζόσουν(α) | θα απελπίζεσαι | να απελπίζεσαι | ||
γ' ενικ. | απελπίζεται | απελπιζόταν(ε) | θα απελπίζεται | να απελπίζεται | ||
α' πληθ. | απελπιζόμαστε | απελπιζόμαστε απελπιζόμασταν |
θα απελπιζόμαστε | να απελπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | απελπίζεστε | απελπιζόσαστε απελπιζόσασταν |
θα απελπίζεστε | να απελπίζεστε | (απελπίζεστε) | |
γ' πληθ. | απελπίζονται | απελπίζονταν απελπιζόντουσαν |
θα απελπίζονται | να απελπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απελπίστηκα | θα απελπιστώ | να απελπιστώ | απελπιστεί | ||
β' ενικ. | απελπίστηκες | θα απελπιστείς | να απελπιστείς | απελπίσου | ||
γ' ενικ. | απελπίστηκε | θα απελπιστεί | να απελπιστεί | |||
α' πληθ. | απελπιστήκαμε | θα απελπιστούμε | να απελπιστούμε | |||
β' πληθ. | απελπιστήκατε | θα απελπιστείτε | να απελπιστείτε | απελπιστείτε | ||
γ' πληθ. | απελπίστηκαν απελπιστήκαν(ε) |
θα απελπιστούν(ε) | να απελπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απελπιστεί | είχα απελπιστεί | θα έχω απελπιστεί | να έχω απελπιστεί | απελπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις απελπιστεί | είχες απελπιστεί | θα έχεις απελπιστεί | να έχεις απελπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει απελπιστεί | είχε απελπιστεί | θα έχει απελπιστεί | να έχει απελπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απελπιστεί | είχαμε απελπιστεί | θα έχουμε απελπιστεί | να έχουμε απελπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε απελπιστεί | είχατε απελπιστεί | θα έχετε απελπιστεί | να έχετε απελπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απελπιστεί | είχαν απελπιστεί | θα έχουν απελπιστεί | να έχουν απελπιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απελπισμένος - είμαστε, είστε, είναι απελπισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απελπισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απελπισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απελπισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απελπισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απελπισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απελπισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απελπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ απελπιέμαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)