απελπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pelˈpi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πελ‐πί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
απελπίζομαι, π.αόρ.: απελπίστηκα, μτχ.π.π.: απελπισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος απελπίζω: χάνω τις ελπίδες μου
- άλλες μορφές: απελπιέμαι (σπανιότερο)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
- → δείτε την κλίση στο απελπίζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χάνω τις ελπίδες μου