απελπισιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπελπισιάρης αρσενικό (θηλυκό: απελπισιάρα, ουδέτερο απελπισιάρικο
- που προκαλεί απελπισία
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία απελπισιάρης
|