Δείτε επίσης: ἐλπίς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελπίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλπίς - συγκρίνετε με το κληρονομένο ελπίδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /elˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐πίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελπίς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐλπίς)

  • (λόγιο) η ελπίδα
    ※  […] είπε με επίσημο ύφος:
    — Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
    Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
    — Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
    Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα.
    όπως στον τίτλο διηγήματος και της ομώνυμης συλλογής διηγημάτων «Ζητείται ελπίς» (1954) του Αντώνη Σαμαράκη ※  @ebooks.edu.gr Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄Γυμνασίου, χ.χ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία