Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δυσελπῐδ-
ονομαστική / δύσελπῐς τὸ δύσελπῐ
      γενική τοῦ/τῆς δυσέλπῐδος τοῦ δυσέλπῐδος
      δοτική τῷ/τῇ δυσέλπῐδ τῷ δυσέλπῐδ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσελπιν τὸ δύσελπῐ
     κλητική ! δύσελπῐς 
ή δύσελπῐ*
δύσελπῐ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσέλπῐδες τὰ δυσέλπῐδ
      γενική τῶν δυσελπῐ́δων τῶν δυσελπῐ́δων
      δοτική τοῖς/ταῖς δύσελπῐσῐ(ν) τοῖς δύσελπῐσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσέλπῐδᾰς τὰ δυσέλπῐδ
     κλητική ! δυσέλπῐδες δυσέλπιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσέλπῐδε τὼ δυσέλπῐδε
      γεν-δοτ τοῖν δυσελπῐ́δοιν τοῖν δυσελπῐ́δοιν
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσελπις < δύσ- + ἐλπίς

  Επίθετο επεξεργασία

δύσελπις, -ις, -ι

  • που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, απεγνωσμένος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 412 (412-414)
    καὶ τότε μὲν δύσελπις, | σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦ-|ται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ.
    με παίρνει τότε η απελπισιά | και μου μαυρίζουνε τα σωθικά | στα λόγια αυτά..
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1116a
    δύσελπις δή τις ὁ δειλός· πάντα γὰρ φοβεῖται. ὁ δ᾽ ἀνδρεῖος ἐναντίως· τὸ γὰρ θαρρεῖν εὐέλπιδος. περὶ ταὐτὰ μὲν οὖν ἐστὶν ὅ τε δειλὸς καὶ ὁ θρασὺς καὶ ὁ ἀνδρεῖος, διαφόρως δ᾽ ἔχουσι πρὸς αὐτά·
    Ο δειλός λοιπόν είναι, θα λέγαμε, ο άνθρωπος που βάζει πάντοτε στο μυαλό του το χειρότερο, γιατί φοβάται τα πάντα. Ο ανδρείος, πάντως, είναι το ακριβώς αντίθετο· γιατί το θάρρος είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία. Με τα ίδια λοιπόν πράγματα βρίσκονται αντιμέτωποι και ο δειλός και ο θρασύς και ο ανδρείος, ο τρόπος όμως με τον οποίο συμπεριφέρονται ενσχέσει με αυτά τα πράγματα είναι διαφορετικός:
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας, Μαρμάρινη επιγραφή από την Αιγιάλη της Αμοργού. IG XII,7. @epigraphy.packhum.org
    ὃς πολλοῖς θνητῶν τειρομένοισι ν[όσοις]
    [ε]ὗρεν ἄκη, θανάτοιο δυσέλπιδος οἶτον ἀλ[έξων]·
    Μαιάνδρου δὲ πατρὸς τὴν ἀρετὴν ἔλα[χεν].
    Peter Allan Hansen, Carmina epigraphica Graeca: saeculi IV a.Chr.n. : CEG2, Τόμος 2, Berlin 1989, σελ. 125. @books.google.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 4.31
    ὁ μὲν δὴ ταῦτ᾽ ἀκούσας μάλα δύσελπις ὢν ἀπῄει.
    Σαν τ᾽ άκουσε ο Αρχίδαμος έφυγε, πολύ απαισιόδοξος.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 2.5
    τῇ φύσει γὰρ ὢν ἀθαρσὴς καὶ δύσελπις, ἐν μὲν τοῖς πολεμικοῖς ἀπέκρυπτεν εὐτυχίᾳ τὴν δειλίαν·
    Πράγματι, από φυσικού του ήταν άτολμος και απαισιόδοξος· η καλή του τύχη όμως στις πολεμικές επιχειρήσεις έκρυβε τη δειλία του·
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία