Δείτε επίσης: ἀπεγνωσμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεγνωσμένος η απεγνωσμένη το απεγνωσμένο
      γενική του απεγνωσμένου της απεγνωσμένης του απεγνωσμένου
    αιτιατική τον απεγνωσμένο την απεγνωσμένη το απεγνωσμένο
     κλητική απεγνωσμένε απεγνωσμένη απεγνωσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεγνωσμένοι οι απεγνωσμένες τα απεγνωσμένα
      γενική των απεγνωσμένων των απεγνωσμένων των απεγνωσμένων
    αιτιατική τους απεγνωσμένους τις απεγνωσμένες τα απεγνωσμένα
     κλητική απεγνωσμένοι απεγνωσμένες απεγνωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απεγνωσμένος < αρχαία ελληνική ἀπεγνωσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπογιγνώσκω < ἀπό + γιγνώσκω

απεγνωσμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία