απεγνωσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεγνωσμένος < αρχαία ελληνική ἀπεγνωσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπογιγνώσκω < ἀπό + γιγνώσκω
Μετοχή
επεξεργασίααπεγνωσμένος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- απεγνωσμένα
- → δείτε τις λέξεις από και γνωρίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απεγνωσμένος