Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀπεγνωσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
απεγνωσμένος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀπεγνωσμέν
ος
ἡ
ἀπεγνωσμέν
η
τὸ
ἀπεγνωσμέν
ον
γενική
τοῦ
ἀπεγνωσμέν
ου
τῆς
ἀπεγνωσμέν
ης
τοῦ
ἀπεγνωσμέν
ου
δοτική
τῷ
ἀπεγνωσμέν
ῳ
τῇ
ἀπεγνωσμέν
ῃ
τῷ
ἀπεγνωσμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἀπεγνωσμέν
ον
τὴν
ἀπεγνωσμέν
ην
τὸ
ἀπεγνωσμέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἀπεγνωσμέν
ε
ἀπεγνωσμέν
η
ἀπεγνωσμέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀπεγνωσμέν
οι
αἱ
ἀπεγνωσμέν
αι
τὰ
ἀπεγνωσμέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἀπεγνωσμέν
ων
τῶν
ἀπεγνωσμέν
ων
τῶν
ἀπεγνωσμέν
ων
δοτική
τοῖς
ἀπεγνωσμέν
οις
ταῖς
ἀπεγνωσμέν
αις
τοῖς
ἀπεγνωσμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἀπεγνωσμέν
ους
τὰς
ἀπεγνωσμέν
ᾱς
τὰ
ἀπεγνωσμέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀπεγνωσμέν
οι
ἀπεγνωσμέν
αι
ἀπεγνωσμέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀπεγνωσμέν
ω
τὼ
ἀπεγνωσμέν
ᾱ
τὼ
ἀπεγνωσμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἀπεγνωσμέν
οιν
τοῖν
ἀπεγνωσμέν
αιν
τοῖν
ἀπεγνωσμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀπεγνωσμένος, -η, -ον
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ἀπογιγνώσκω