• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

desperate

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : disparate

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

παραθετικά
θετικός desperate
συγκριτικός more desperate
υπερθετικός most desperate

  Ετυμολογία Επεξεργασία

desperate < (άμεσο δάνειο) λατινική desperatus < despero

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

  1. απελπισμένος
  2. αλόγιστος, ικανός για όλα (για απελπισία)
  3. απεγνωσμένος, απονενοημένος
  4. απελπιστικός, δύσκολος και επικίνδυνος
  5. τρομερός, φοβερός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • despair
  • desperado
  • desperation
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=desperate&oldid=5265538"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:14
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:14.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie