Δείτε επίσης: αποθαρρημένος, αποθαρρεμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποθαρρυμένος η αποθαρρυμένη το αποθαρρυμένο
      γενική του αποθαρρυμένου της αποθαρρυμένης του αποθαρρυμένου
    αιτιατική τον αποθαρρυμένο την αποθαρρυμένη το αποθαρρυμένο
     κλητική αποθαρρυμένε αποθαρρυμένη αποθαρρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποθαρρυμένοι οι αποθαρρυμένες τα αποθαρρυμένα
      γενική των αποθαρρυμένων των αποθαρρυμένων των αποθαρρυμένων
    αιτιατική τους αποθαρρυμένους τις αποθαρρυμένες τα αποθαρρυμένα
     κλητική αποθαρρυμένοι αποθαρρυμένες αποθαρρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.θa.ɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θαρ‐ρυ‐μέ‐νος
ομόηχο: αποθαρρημένος
παρώνυμο: αποθαρρεμένος

αποθαρρυμένος, -η, -ο

{μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποθαρρύνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία