αποθαρρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθαρρύνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω (διαφορετικό από το ελληνιστικό ἀποθαρρύνω (ενθαρρύνω) & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décourager. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + το αρχαίο θαρρύνω.[1][2] Για τη διαφοροποίηση της σημασία στη νέα δημιουργία της λέξης, → δείτε καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.θaˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θαρ‐ρύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποθαρρύνω, πρτ.: αποθάρρυνα, αόρ.: αποθάρρυνα, παθ.φωνή: αποθαρρύνομαι, π.αόρ.: αποθαρρύνθηκα, μτχ.π.π.: αποθαρρυμένος
- κάνω, οδηγώ κάποιον στο να χάσει το θάρρος του στο να κάνει κάτι ή να χάσει την αισιοδοξία του για κάτι
- άλλες μορφές: αποθαρρώ, αποθαρρεύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαμετοχές παθητικού παρακειμένου:
- αποθαρρυμένος
- αποθαρρημένος του αποθαρρώ
- αποθαρρεμένος (δημοτική & μεσαιωνικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθάρρυνση
- αποθαρρυντικά
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρώ & παράγωγα
- αποθαρρεύω & παράγωγα
- → δείτε τις λέξεις από, θαρρύνω και θάρρος
- Όροι με αποθαρρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθαρρύνω | αποθάρρυνα | θα αποθαρρύνω | να αποθαρρύνω | αποθαρρύνοντας | |
β' ενικ. | αποθαρρύνεις | αποθάρρυνες | θα αποθαρρύνεις | να αποθαρρύνεις | αποθάρρυνε | |
γ' ενικ. | αποθαρρύνει | αποθάρρυνε | θα αποθαρρύνει | να αποθαρρύνει | ||
α' πληθ. | αποθαρρύνουμε | αποθαρρύναμε | θα αποθαρρύνουμε | να αποθαρρύνουμε | ||
β' πληθ. | αποθαρρύνετε | αποθαρρύνατε | θα αποθαρρύνετε | να αποθαρρύνετε | αποθαρρύνετε | |
γ' πληθ. | αποθαρρύνουν(ε) | αποθάρρυναν αποθαρρύναν(ε) |
θα αποθαρρύνουν(ε) | να αποθαρρύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθάρρυνα | θα αποθαρρύνω | να αποθαρρύνω | αποθαρρύνει | ||
β' ενικ. | αποθάρρυνες | θα αποθαρρύνεις | να αποθαρρύνεις | αποθάρρυνε | ||
γ' ενικ. | αποθάρρυνε | θα αποθαρρύνει | να αποθαρρύνει | |||
α' πληθ. | αποθαρρύναμε | θα αποθαρρύνουμε | να αποθαρρύνουμε | |||
β' πληθ. | αποθαρρύνατε | θα αποθαρρύνετε | να αποθαρρύνετε | αποθαρρύντε | ||
γ' πληθ. | αποθάρρυναν αποθαρρύναν(ε) |
θα αποθαρρύνουν(ε) | να αποθαρρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθαρρύνει | είχα αποθαρρύνει | θα έχω αποθαρρύνει | να έχω αποθαρρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθαρρύνει | είχες αποθαρρύνει | θα έχεις αποθαρρύνει | να έχεις αποθαρρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθαρρύνει | είχε αποθαρρύνει | θα έχει αποθαρρύνει | να έχει αποθαρρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθαρρύνει | είχαμε αποθαρρύνει | θα έχουμε αποθαρρύνει | να έχουμε αποθαρρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθαρρύνει | είχατε αποθαρρύνει | θα έχετε αποθαρρύνει | να έχετε αποθαρρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθαρρύνει | είχαν αποθαρρύνει | θα έχουν αποθαρρύνει | να έχουν αποθαρρύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθαρρύνομαι | αποθαρρυνόμουν(α) | θα αποθαρρύνομαι | να αποθαρρύνομαι | ||
β' ενικ. | αποθαρρύνεσαι | αποθαρρυνόσουν(α) | θα αποθαρρύνεσαι | να αποθαρρύνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποθαρρύνεται | αποθαρρυνόταν(ε) | θα αποθαρρύνεται | να αποθαρρύνεται | ||
α' πληθ. | αποθαρρυνόμαστε | αποθαρρυνόμαστε αποθαρρυνόμασταν |
θα αποθαρρυνόμαστε | να αποθαρρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποθαρρύνεστε | αποθαρρυνόσαστε αποθαρρυνόσασταν |
θα αποθαρρύνεστε | να αποθαρρύνεστε | (αποθαρρύνεστε) | |
γ' πληθ. | αποθαρρύνονται | αποθαρρύνονταν αποθαρρυνόντουσαν |
θα αποθαρρύνονται | να αποθαρρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθαρρύνθηκα | θα αποθαρρυνθώ | να αποθαρρυνθώ | αποθαρρυνθεί | ||
β' ενικ. | αποθαρρύνθηκες | θα αποθαρρυνθείς | να αποθαρρυνθείς | αποθαρρύνσου | ||
γ' ενικ. | αποθαρρύνθηκε | θα αποθαρρυνθεί | να αποθαρρυνθεί | |||
α' πληθ. | αποθαρρυνθήκαμε | θα αποθαρρυνθούμε | να αποθαρρυνθούμε | |||
β' πληθ. | αποθαρρυνθήκατε | θα αποθαρρυνθείτε | να αποθαρρυνθείτε | αποθαρρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | αποθαρρύνθηκαν αποθαρρυνθήκαν(ε) |
θα αποθαρρυνθούν(ε) | να αποθαρρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποθαρρυνθεί | είχα αποθαρρυνθεί | θα έχω αποθαρρυνθεί | να έχω αποθαρρυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποθαρρυνθεί | είχες αποθαρρυνθεί | θα έχεις αποθαρρυνθεί | να έχεις αποθαρρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποθαρρυνθεί | είχε αποθαρρυνθεί | θα έχει αποθαρρυνθεί | να έχει αποθαρρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθαρρυνθεί | είχαμε αποθαρρυνθεί | θα έχουμε αποθαρρυνθεί | να έχουμε αποθαρρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποθαρρυνθεί | είχατε αποθαρρυνθεί | θα έχετε αποθαρρυνθεί | να έχετε αποθαρρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθαρρυνθεί | είχαν αποθαρρυνθεί | θα έχουν αποθαρρυνθεί | να έχουν αποθαρρυνθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ς - είμαστε, είστε, είναι ι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ς - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ς - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ς - να είμαστε, να είστε, να είναι ι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθαρρύνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποθαρρύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αποθαρρύνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας