Δείτε επίσης: ἀποθαρρύνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθαρρύνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω (διαφορετικό από το ελληνιστικό ἀποθαρρύνω (ενθαρρύνω) & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décourager. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + το αρχαίο θαρρύνω.[1][2] Για τη διαφοροποίηση της σημασία στη νέα δημιουργία της λέξης, → δείτε  καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.θaˈɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θαρ‐ρύ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποθαρρύνω, πρτ.: αποθάρρυνα, αόρ.: αποθάρρυνα, παθ.φωνή: αποθαρρύνομαι, π.αόρ.: αποθαρρύνθηκα, μτχ.π.π.: αποθαρρυμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

μετοχές παθητικού παρακειμένου:

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία