Δείτε επίσης: προβλέπτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβλεπτής < μεταφραστικό δάνειο από τη βενετική proveditor [1] (ιταλική provveditore) < pro- (προ-) + ιταλική veditore (θεατής), βλέπ(ω) + -τής. Η λέξη, σε έγγραφα του 18ου αιώνα. Ο τύπος προβλέπτης, από τον 6ο ή 7ο αιώνα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προβλεπτής

  1. τίτλος αξιωματούχου, όπως καπετάνιος, στρατιωτικός φροντιστής
    αντίστοιχο: προνοητής
  2. (εκκλησιαστικός όρος) τίτλος ιερωμένου που είχε τη φροντίδα εκκλησιαστικών υποθέσεων
    → δείτε την έκφραση  προβλεπτής του Αγίου Τάφου (υπεύθυνος της Καθολικής Εκκλησίας για τη φύλαξη του Αγίου Τάφου)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 338 προβλεπτήςBoerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.

  Πηγές επεξεργασία