ενεστώτας predict
γ΄ ενικό ενεστώτα predicts
αόριστος predicted
παθητική μετοχή predicted
ενεργητική μετοχή predicting

predict (en)

  • προβλέπω
    ⮡  Many claim that they can predict the future.
    Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
     συνώνυμα:  forecast

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • retrodict (υπολογίζω το παρελθόν· συνήθως προσεγγιστικά, με δεδομένα που έχω)