predict
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | predict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | predicts |
αόριστος | predicted |
παθητική μετοχή | predicted |
ενεργητική μετοχή | predicting |
Ρήμα
επεξεργασίαpredict (en)
Αντώνυμα
επεξεργασία- retrodict (υπολογίζω το παρελθόν· συνήθως προσεγγιστικά, με δεδομένα που έχω)