προβλεψιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβλεψιμότητα < προβλέψιμος + -ότητα[1][2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prévisibilité[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.vle.psiˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐βλε‐ψι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβλεψιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι προβλέψιμο(ς), η ιδιότητα του προβλέψιμου ή η ικανότητα για πρόβλεψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβλεψιμότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 προβλεψιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προβλεψιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας