προβλεπτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβλεπτικότητα < προβλεπτικός + -ότητα[1] [2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prévoyance[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβλεπτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος προβλεπτικός, η ικανότητα ή η ιδιότητα του προβλεπτικού
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβλεπτικότητα
|
- ↑ 1,0 1,1 προβλεπτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προβλεπτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας