πρόβλεψις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόβλεψις (μαρτυρείται από το 1769) [1] σε κείμενο του Ιώσηπου Μοισιόδακα [2] < → και δείτε τη λέξη πρόβλεψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόβλεψις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η πρόβλεψη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόβλεψη (1769)Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 840, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου