Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό manqué manqués
θηλυκό manquée manquées

manqué (fr)

  1. αποτυχημένος
    photo manquée - αποτυχημένη φωτογραφία
  2. χαμένος
    occasion manquée - χαμένη ευκαιρία
  3. άστοχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
manqué manqués

manqué (fr) αρσενικό

  1. είδος μπισκότου σκεπασμένου με πραλίνα