αποτυχημένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτυχημένα < αποτυχημένος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αποτυχημένα
- με αποτυχία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτυχημένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποτυχημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποτυχημένος