σταδιοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταδιοδρομία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) < αρχαία ελληνική σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ < στάδιον + δρόμος (απόσταση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική carrière[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδι(ο) + -ο- + -δρομία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.ði.o.ðɾoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐δι‐ο‐δρο‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταδιοδρομία θηλυκό
- η εξέλιξη που έχει κάποιος στο επάγγελμά του, η πορεία του και η ανέλιξή σε ανώτερες βαθμίδες σ’ αυτό το επάγγελμα ή ασχολία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σταδιοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις στάδιο και δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταδιοδρομία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταδιοδρομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.