Δείτε επίσης: σταδιοδρομῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταδιοδρομώ < αρχαία ελληνική σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ < στάδιον + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική faire carrière)

σταδιοδρομώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία