Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carrière carrières

carrière (fr) θηλυκό

  1. το λατομείο, το νταμάρι
  2. η σταδιοδρομία, η καριέρα