νταμάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταμάρι | τα | νταμάρια |
γενική | του | νταμαριού | των | νταμαριών |
αιτιατική | το | νταμάρι | τα | νταμάρια |
κλητική | νταμάρι | νταμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νταμάρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طمر (τουρκική damar (φλέβα -εδώ, πετρώματος-) + -ι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /daˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐μά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταμάρι ουδέτερο
- το λατομείο