νταμαρτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νταμαρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική damarcı + -ς. Δείτε και νταμάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταμαρτζής αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νταμαρτζής
→ δείτε τη λέξη λατόμος |